ημιταχώς

ημιταχώς
επίρρ. мор. с половинной скоростью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ημιταχώς" в других словарях:

  • ημιταχώς — επίρρ. 1. με μισή ταχύτητα 2. ναυτ. παράγγελμα που δίνεται στους χειριστές τών μηχανών τού σκάφους για να ελαττώσουν την ταχύτητα κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ταχως (< ταχύς), πρβλ. ολο ταχώς] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»